- χρυσόξυλο
- το / χρυσόξυλον, ΝΑνεοελλ.κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρουςαρχ.το φυτό θάψος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ξύλον (πρβλ. ἐριό-ξυλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρούς — (II) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος… … Dictionary of Greek
κάρπινος ή καρπίνος — (Carpinus). Γένος φυλλοβόλων δέντρων της οικογένειας των βετουλιδών, που περιλαμβάνει 35 40 είδη. Συναντάται σε δασώσεις περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ένα από τα σημαντικότερα είδη είναι ο κ. ο βετουλοειδής, γνωστός… … Dictionary of Greek